νονός

νονός
και νοννός και νουνός, ο, θηλ. νονά και νουνά (Μ νονός)
παράνυμφος, κουμπάρος
νεοελλ.
1. ο ανάδοχος σε βάπτιση
2. άνθρωπος τού υποκόσμου που επιβάλλει εκβιαστικά αντί αμοιβής την προστασία του σε διαφόρους επιχειρηματίες («ο νονός τής νύχτας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nonnus «πατέρας, τροφός». Οι τ. συνδέονται με αρχ. νέννος* «θείος ή παππούς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νονός — νονός, ο και νουνός, ο θηλ. ά (λ. λατ.), που βαφτίζει παιδί, αλλ. ανάδοχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νόνος — και νόννος, ο (ΑΜ νόννος) ο πατέρας τής μητέρας ή τού πατέρα, ο παππούς μσν. προσωνυμία που δινόταν σε μοναχούς, «γέροντας». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. αποτελούν άλλη παρλλ. μορφή τού νέννος* «αδελφός ή πατέρας τής μητέρας] …   Dictionary of Greek

  • ανάδοχος — Εκείνος που αποδέχεται μια υποχρέωση, ο εγγυητής. Υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να αναδεχτεί ξένη οφειλή: είτε ως συνοφειλέτης ή εγγυητής στον αρχικό οφειλέτη είτε αναλαμβάνοντας τις υποχρεώσεις του οφειλέτη. Α. λέγεται και… …   Dictionary of Greek

  • αναδέχομαι — (Α ἀναδέχομαι) αναλαμβάνω την υποχρέωση για κάτι, γίνομαι εγγυητής, εγγυώμα μσν. νεοελλ. δέχομαι στην αγκαλιά μου το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, γίνομαι ανάδοχος, νονός αρχ. 1. παίρνω, λαμβάνω, δέχομαι 2. υποκύπτω, υπόκειμαι 3.… …   Dictionary of Greek

  • αναδεκτός — και χτός, ή 1. αυτός τον οποίο αναδέχεται κανείς από την κολυμβήθρα κατά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος, αναδεξιμιός, βαφτισιμιός, βαφτιστήρι 2. αυτός πού αναδέχεται από την κολυμβήθρα το παιδί που βαφτίστηκε, ανάδοχος, νονός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • νονά — και νουνά, η βλ. νονός …   Dictionary of Greek

  • νουνός — ο, θηλ. νουνά βλ. νονός …   Dictionary of Greek

  • ονοματοθέτης — ο (Α ὀνοματοθέτης) αυτός που δίνει όνομα σε κάποιον ή σε κάτι νεοελλ. 1. ανάδοχος, νονός 2. αυτός που ασχολείται με την επιστημονική ή τεχνική ονοματοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, ατος + θέτης (< τίθημι), πρβλ. ωρο θέτης] …   Dictionary of Greek

  • πνευματικός — ή, ό / πνευματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν [πνεύμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος 3. φρ. α) «πνευματικά… …   Dictionary of Greek

  • Γκαρσία, Άντι — (Andy Garcia, Αβάνα 1956 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κουβανού ηθοποιού του κινηματογράφου Αντρέ Αρτούρο Γκάρσι Μενεντέζ (Andres Arturo Garci Menendez). Από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενιάς του, συχνά συγκρίνεται, ίσως και λόγω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”